- νάξιος
- ία , ο[ν] с острова Наксос;
§ η νάξία (λίθος) — наждак; — точильный камень, брусок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
§ η νάξία (λίθος) — наждак; — точильный камень, брусок
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νάξιος — Naxos masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
νάξιος — ια, ο (Α νάξιος, ία, ον) [Νάξος] 1. αυτός που προέρχεται από τη Νάξο, ναξιακός 2. (το αρσ. και το θηλ. ως κύρ. όν.) ο Νάξιος, η Ναξία αυτός που γεννήθηκε στη Νάξο ή που κατοικεί στη Νάξο, ο Ναξιώτης 3. φρ. α) «ναξία λίθος» και «ναξία πέτρη» λίθος … Dictionary of Greek
Ναξίων — Νάξιος Naxos fem gen pl Νάξιος Naxos masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Νάξιον — Νάξιος Naxos masc acc sg Νάξιος Naxos neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναξίαις — Νάξιος Naxos fem dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναξίης — Νάξιος Naxos fem gen sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναξίοις — Νάξιος Naxos masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναξίοισι — Νάξιος Naxos masc/neut dat pl (epic ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναξίου — Νάξιος Naxos masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναξίους — Νάξιος Naxos masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ναξίῳ — Νάξιος Naxos masc/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)